ἀστασίαστος

ἀστασίαστος
ἀστᾰσίαστος [ῐ], ον,
A not torn by faction,

Ἀττική Th.1.2

;

στρατός App.Hisp.72

;

βίος Eus.Mynd.26

.
2 not liable to disturbance,

νομή Sammelb.5174

(iv A. D.), etc.
II of persons, free from faction or party-spirit, Lys.2.55, Pl.R.459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv.

-τως D.S.17.54

, Herm. in Phdr.p.186A.: [comp] Comp., D.C.52.30: [comp] Sup.

-ότατα Pl.R.520d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστασίαστος — not torn by faction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστασίαστος — η, ο (AM ἀστασίαστος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός 2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις νεοελλ. όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη») αρχ. ο νομοταγής …   Dictionary of Greek

  • αστασίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε στασίασε, ο νομιμόφρονας: Η δημοκρατία βοηθά τους πολίτες να μένουν αστασίαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστασιαστότερον — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial comp ἀστασίαστος not torn by faction masc acc comp sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστότατα — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial superl ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιάστως — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαστον — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστοτάτην — ἀστασίαστος not torn by faction fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστοτάτῃ — ἀστασίαστος not torn by faction fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστότεραι — ἀστασίαστος not torn by faction fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιάστοις — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”